- θεοσυνέργητος
- θεοσυνέργητος, -ον (Μ)αυτός που υπάρχει με τη βοήθεια τού θεού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + συν-εργώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
богосъдѣтельныи — (1*) пр. Действующий по воле бога: ст҃ыи и б҃осдѣтелныи сборъ вселены˫а. (ϑεοσυνέργητος) ПНЧ 1296, 136 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek